γραπτός

γραπτός
και γραφτός, -ή, -ό (AM γραπτός, -ή, -όν)
γραμμένος
νεοελλ.
Ι. το ουδ. ως ουσ.
1. το γραφτό
ό,τι έχει γράψει ή ορίσει η μοίρα, το ριζικό, το πεπρωμένο
2. το γραπτό
η κόλλα, το δοκίμιο τών γραπτών εξετάσεων
II. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γραπτά
1. τα κείμενα
2. οι γραπτές εξετάσεις
3. τα δοκίμια τών γραπτών εξετάσεων
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. διάταγμα, διακήρυξη
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. πίνακας ζωγραφικής ή τοιχογραφία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Γραπτός — painted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραπτός — painted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραπτός — ή, ό 1. ο γραμμένος: Γραπτά μνημεία. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., γραπτά οι γραπτές εξετάσεις: Ο καθηγητής είχε πολλά γραπτά να διορθώσει. 3. ζωγραφισμένος, σκαλιστός: Στην ανασκαφή βρέθηκε μια γραπτή στήλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραπτά — γραπτός painted neut nom/voc/acc pl γραπτά̱ , γραπτός painted fem nom/voc/acc dual γραπτά̱ , γραπτός painted fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραπτόν — γραπτός painted masc acc sg γραπτός painted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Феодор Грапт — (Γραπτός) святой, исповедник и защитник иконопочитания. Родился в Иерусалиме. Получив хорошее богословское образование, Ф. постригся в монахи и отправился в Константинополь для защиты иконопочитания перед византийским императором Львом V… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • γραπταῖς — γραπτός painted fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραπταί — γραπτός painted fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γραπτοῖο — Γραπτός painted masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραπτοῖο — γραπτός painted masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”